προΐσχω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐσχω Medium diacritics: προΐσχω Low diacritics: προΐσχω Capitals: ΠΡΟΪΣΧΩ
Transliteration A: proḯschō Transliteration B: proischō Transliteration C: proischo Beta Code: proi/+sxw

English (LSJ)

   A = προέχω, hold before, hold out, of boys playing at ποσίνδα, X.Eq.Mag.5.10:—mostly in Med., hold out before oneself, stretch forth, χεῖρας Th.3.58,66; of nurse and child, Gal.6.44, al.: c. gen., hold before, τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plu.Pomp.71; τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου Id.Cat. Mi.19.    2 = προέχω B. 1, Hp.Art.30, Mochl.4.    II metaph. in Med., put forward as a pretext, allege, π. πρόφασιν ὡς . . Hdt.4.165, cf. 6.137, 8.3; ξυγγένειαν Th.1.26; τὸν νόμον Plu.Alex.14, etc.    2 put forward as a demand, Hdt.1.3; propose, offer, ib.141, 164, Th. 4.87; ξείνι' ἀριστήεσσι A.R.4.1553.    3 hold out, ἐλπίδα Porph. Marc.4.    4 prosecute, Gloss.

German (Pape)

[Seite 726] (s. ἴσχω), = προέχω, vorhalten, hinhalten; Her. 4, 200, πρὸς τὸ δάπεδον, richtiger προσίσχω; vgl. Xen. Hipparch. 5, 10. – Med. vor sich hinhalten, χεῖρας προϊσχόμενοι, Thuc. 3, 58. 67, darreichen; τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, die Hände vor das Gesicht halten, Plut. Pomp. 71; ἔπεα, vortragen, Her. 1, 164. 3, 137; λόγον, 8, 111; τοῦτο, 1, 3. 141. 6, 10. 49; vgl. Thuc. 4, 87; auch πρόφασιν, vorgeben, vorschützen, Her. 6, 117. 8, 3. 9, 165 u. Sp., wie ὁ δὲ τὸ γῆρας προϊσχόμενος παρῃτήσατο Hdn. 4, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προΐσχω: προέχω, κρατῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προτείνω, ἐπὶ παιδίων παιζόντων τὴν παιδιὰν ποσίνδα, Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 10 (ἐν Ἡροδ. 4. 200, προσῖσχε ἐκ διορθώσεως)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔχω ἢ βάλλω ἐμπρός μου, κρατῶ ἐμπρός, χεῖρας Θουκ. 3. 58, 66· μετὰ γεν., κρατῶ ἐνώπιον, Πλουτ. Πομπ. 71, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 19. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (πρβλ. προέχω Ι. 2), προβάλλω, μεταχειρίζομαι ὡς πρόφασιν, προφασίζομαι, ἰσχυρίζομαι, Ἡρόδ. 1. 3. 141, κ. ἀλλ.· πρόφασιν τήν... ὕβριν πρ. ὁ αὐτ. 4. 165, πρβλ. 6. 137., 8. 3· πρ. ξυγγένειαν Θουκ. 1. 26· τὸν νόμον Πλουτ. Ἀλέξ. 14, κτλ. 2) προτείνω, προσφέρω, Ἡρόδ. 1. 141, 164, Θουκ. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσχόμενος· προβαλλόμενος», καὶ προϊσχομένου· προτείνοντος χεῖρα, δίκαιον προβάλλοντος», καὶ «προΐσχονται· προβάλλονται», καὶ «προΐσχοντο (Θουκ. 3, 68)· ἔδοξαν».

Greek Monolingual

Α
1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός
2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.)
β) κρατώ ενώπιον κάποιου
γ) προεξέχω
δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν, ἣν προϊσχόμενοι ἐδέοντο σφᾱς κατάγειν», θουκ)
ε) μτφ. προβάλλω ως αξίωση
στ) προσφέρω («ὁ δὲ ἀκούσας αὐτῶν τε τὰ προΐσχοντο ἔλεξε σφι λόγον», Ηρόδ.)
ζ) ενισχύω
η) καταδιώκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἴσχω, εκτετ. τ. του ἔχω].