προκύων

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

German (Pape)

[Seite 732] κυνος, ὁ, s. nom. pr.; Antiphan. 5 (XI, 322) nennt die Grammatiker spöttisch πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, die bittern, kleinen Kläffer, κύνες. – Für Schmeichler aber wird jetzt richtiger πρόσκυνες geschrieben, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

πρόκυνος (ὁ) :
chien qui se porte en avant :
1 aboyeur;
2 chien couchant, flatteur ou parasite.
Étymologie: πρό, κύων.

Greek Monolingual

(I)
-υνός, ο, ΝΑ
λόγια ονομασία του διπλού αστέρα α, ο οποίος ανήκει στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, είναι ο τρίτος κατά σειρά λαμπρότερος αστέρας του ουρανού και ήταν γνωστός από τους αρχαιότατους χρόνους, αφού η ονομασία του αναφέρεται σε κείμενα του Πτολεμαίου και του Αράτου
αρχ.
1. ο αστέρας Σείριος
2. μτφ. κόλακας που ακολουθεί κάποιον δουλικά, σαν σκυλάκι
3. στον πληθ. οἱ πρόκυνες
άνεμοι που προηγούνται της επιτολής του Σειρίου
4. φρ. «πικροί Καλλιμάχου πρόκυνες» — σκωπτική ονομασία τών γραμματικών, οι οποίοι έμοιαζαν με σκυλιά άγρια που δαγκώνουν (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κύων, κυνός «σκύλος»].———————— (II)
-υνός, ο, Ν
ζωολ. γένος συγγενών με τις αρκούδες σαρκοφάγων θηλαστικών της Αμερικής τα οποία ανήκουν στην οικογένεια προκυονίδες και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία ρακούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. Procyon (< Προκύων «ο αστέρας Σείριος»].