προσηγορικός

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηγορικός Medium diacritics: προσηγορικός Low diacritics: προσηγορικός Capitals: ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: prosēgorikós Transliteration B: prosēgorikos Transliteration C: prosigorikos Beta Code: proshgoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for addressing, π. ὄνομα,= Lat. praenomen, opp. nomen (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also,= cognomen, Plu.Mar.1.    II Gramm., τὰ π. appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ π. A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ π. Hermog.Stat.1; περὶ τῶν π., title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. -κῶς by one's common name, Ph.1.150; τὰ π. ἄρμενα καλούμενα vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.

German (Pape)

[Seite 764] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. ὄνομα, Zunamen, D. Hal. 3, 65.

Greek (Liddell-Scott)

προσηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς προσηγορίαν, πρ. ὄνομα λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· ὡσαύτως καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. ὄνομα πρ., = προσηγορία ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν ὄνομα, surnom.
Étymologie: προσήγορος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προσήγορος
φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά»
γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή, χαρά, ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. νερό, φως, φεγγάρι, κόλαση
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσηγορία, στην προσωνυμία, στην ονομασία (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)
αρχ.
παρωνύμιο, παρατσούκλι («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῡ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι», Πλούτ.).
επίρρ...
προσηγορικῶς Μ
με απλή ονομασία, απλώς ονομάζοντας, σε αντιδιαστολή προς τους όρους κυρίως ή αληθώς («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.).