προσπνέω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπνέω Medium diacritics: προσπνέω Low diacritics: προσπνέω Capitals: ΠΡΟΣΠΝΕΩ
Transliteration A: prospnéō Transliteration B: prospneō Transliteration C: prospneo Beta Code: prospne/w

English (LSJ)

poet. προσ-πνείω Theoc.17.52: fut. -πνεύσομαι:—

   A blow or breathe upon, inspire, ἔρωτας l.c.; τῷ σώματι ζωήν Hierocl. in CA26p.478M.: —Pass., to be blown upon, προσπνείσθω τόπος ἀπὸ βορρᾶ Gp.2.27.1.    2 intr., blow to or over, τόποις Thphr.Vent.27; ἡμῖν . . π. αὖραι Luc.Am.12: impers., c. gen., ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν a sweet savour of pork is wafted to me, Ar.Ra.338.    II Gramm., pronounce with the rough breathing, A.D.Pron.55.23:—Pass., Id.Synt.141.4, Seleuc. ap. Ath.9.398b.

German (Pape)

[Seite 778] (s. πνέω), anblasen, anwehen, προσπνεῖ μοι κρεῶν, sc. ὀσμή, Ar. Ran. 338. – Bei den Gramm = mit dem spiritus asper schreiben, aussprechen, z. B. Ath. IX, 398 b; Apoll. Dysc. synt. p. 141.

Greek (Liddell-Scott)

προσπνέω: ποιητ. -πνείω Θεόκρ. 17. 52· μέλλ. -πνεύσομαι· -πνέω ἐπί τινος, ἐπιπνέω, καταπνέω, ἐμπνέω, δεῖμα πρ. Σοφ. Ἀποσπ. 310· ἔρωτας Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., προσπνείσθω τόπος ἀπὸ βορρᾶ Γεωπ. 2. 27, 1. 2) ἀμεταβ., πνέω ἐπί τινος, ἡμῖν... πρ. αὖραι Λουκ. Ἔρωτ. 12· ἀπροσ., μετὰ γεν., προσπνεῖ μοι κρεῶν, μοὶ ἔρχεται εὐωδία κρέατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 338. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., θέτω δασεῖαν, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 398Β, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 144.

French (Bailly abrégé)

souffler ou s’exhaler vers ou sur, τινι.
Étymologie: πρός, πνέω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α
(μτβ.) πνέω πάνω σε κάτι, εμπνέω («πᾱσιν δ' ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», Θεόκρ.)
αρχ.
1. γραμμ. προφέρω ή γράφω μια λέξη με δασεία
2. (αμτβ.) πνέω, φυσώ («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ τεμένους Ἀφροδίσιοι προσέπνευσαν αὖραι», Λουκιαν.)
3. (ως τριτοπρόσ.) προσπνέει
μυρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πνέω «φυσώ»].