προτίω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτίω Medium diacritics: προτίω Low diacritics: προτίω Capitals: ΠΡΟΤΙΩ
Transliteration A: protíō Transliteration B: protiō Transliteration C: protio Beta Code: proti/w

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τίσω [ῑ],

   A prefer in honour, prefer, τι A.Ag.789 (anap.), Eu.546 (lyr.); τάφου . . τὸν μὲν προτίσας . . ἔχει has deemed the one more worthy of burial, S.Ant.22.

German (Pape)

[Seite 793] (s. τίω), vor Andern od. mehr ehren, vorziehen; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι, Aesch. Ag. 763; Eum. 516; Ggstz von ἀτιμάζω, Soph. Ant. 22.

Greek (Liddell-Scott)

προτίω: μέλλ. -τίσω [ῑ], τιμῶ περισσότερον, προτιμῶ, τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, Εὐμ. 545· πρ. τινὰ τάφου, θεωρῶ τινα μᾶλλον ἄξιον ταφῆς ἢ ἕτερον, Σοφ. Ἀντ. 22.

French (Bailly abrégé)

honorer de préférence ; préférer : τινα τάφου SOPH juger qqn digne des honneurs de la sépulture.
Étymologie: πρό, τίω.

Greek Monolingual

Α
1. τιμώ περισσότερο, προτιμώ
2. προκρίνω («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι δίκην παραβάντες», Αισχ.)
3. φρ. «προτίω τινὰ τάφου» — θεωρώ κάποιον άξιο ταφής μάλλον παρά για κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τίω «απονέμω τιμή, εκτιμώ»].