πυραλλίς
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
French (Bailly abrégé)
[ῠᾰᾰ] ίδος (ἡ),
rouge-gorge, ARSTT. HA 9.1.15, CALL. fr. 100c4, etc.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monolingual
και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού
2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά
3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» — είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τη λ. πῦρ με το υποκορ. επίθημα -αλίς / -αλλίς (με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-), πρβλ. συκ-αλ(λ)ίς. Η ονομασία αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το είδος του πτηνού και το είδος ελιάς πιθ. από το χρώμα τους, ενώ το έντομο ονομάστηκε έτσι, επειδή θεωρήθηκε ότι ζει στη φωτιά. Το διπλό -ρρ- του τ. πυρραλίς που παραδίδει ο Ησύχ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση του τ. πυρρός (< πῦρ). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η λιγότερο πιθανή άποψη ότι η λ. ως ονομ. πτηνού πρέπει να συνδεθεί με το πυρός «σίτος» λόγω του είδους της τροφής του (πρβλ. συκ-αλλίς: σῦκον)].