σεβίζω
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
mostly used in pres.: fut.
A σεβιῶ D.C.52.40: aor. ἐσέβισα S.Ant.943 (anap.), Ar.Th.106(lyr.):—Med.and Pass.,v. infr.:—worship, honour, τινα Pi.P.5.81, A.Eu.12; σὸν κράτος Id.Ag. 258, cf. 785 (anap.); σ. τινὰ τιμαῖς, λιταῖς, S.OC1007, 1557 (lyr.); εὐχαῖσι θεούς E.El.196 (lyr.); σ. τινὰ πλούτου honour or admire one for it, ib.994 (anap.); καινὰ λέχη σ. devote oneself to a new wife, Id.Med.156 (lyr.); εὐσεβίαν σεβίσασα S.Ant.943 (anap.); σ. βάρη paying my tribute (prob. a dirge) to . ., A.Pers.945 (lyr., dub. l.):— Pass., σεβιζόμενοι ἐν θυσίαις Pi.I.5(4).29; σ. ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξίν Emp.112.8:—also Med. in sense of Act., σ. ἱκέτας A.Supp.815 (lyr.); δαίμονας ib.922; οὐδὲν σεβίζει γενεθλίους ἀράς standest not in awe of them, Id.Ch.912; ἁγὼ σεβισθείς S.OC636.
German (Pape)
[Seite 867] = σεβάζομαι, bes. verehren, bewundern; Pind. πόλιν, P. 5, 75; u. pass., σεβιζόμενοι ἐν θυσίαισι, I. 4, 29; u. Tragg.: ἥκω σεβίζων σὸν κράτος, Aesch. Ag. 249; Eum. 12; εἰ θέμις καὶ σὲ λι ταῖς σεβίζειν, Αἰδωνεῦ, Soph. O. C. 1554; θεοὺς τιμαῖς, O. C. 1011; auch τὲν εὐσεβίαν σεβίσασα, Ant. 934; oft Eur., z. B. εἰ σὸς πόσις καινὰ λέχη σεβίζει, Med. 155; εὐχαῖς θεούς, El. 196; Ar. Th. 106. 674; einzeln bei Sp., wie Luc. astrolog. 7; τινά τινος, Einen um einer Sache willen, Eur. El. 989. – Eben so auch im med., τοὺς ἀμφὶ Νεῖλον δαίμονας σεβίζομαι, Aesch. Suppl. 900; σεβίζου δ' ἱκέτας σέθεν, 795; Ch. 899; auch σεβισθείς ist wohl so activ zu nehmen bei Soph. O. C. 642.
Greek (Liddell-Scott)
σεβίζω: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ.· μέλλ. σεβιῶ Δίων Κ. 52. 40· ἀόρ. ἐσέβισα Σοφ. Ἀντ. 943, Ἀριστοφ. Θεσμ. 106· - Μεσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ σεβάζομαι, λατρεύω, τιμῶ, Λατ. revereor, τινὰ Πινδ. Π. 5. 107, Αἰσχύλ. Εὐμ. 12· σὸν κράτος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 258, πρβλ. 785· σ. τινὰ τιμαῖς, λιταῖς Σοφ. Ο. Κ. 1007, 1557· εὐχαῖς Εὐρ. Ἠλ. 195· σ. τινά τινος, τιμῶ ἢ θαυμάζω τινὰ διά τι, αὐτόθι 994· καινὰ λέχη σ., ἀφοσιοῦμαι εἰς νέαν σύζυγον, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 155· εὐσεβίαν σεβίσασα Σοφ. Ἀντ. 943· σ. βάρη, ἀπομνημονεύω αὐτὰ (πιθαν. διὰ θρήνου), Αἰσχύλ. Πέρσ. 945. - Παθητ., σεβιζόμενοι ἐν θυσίαις Πινδ. Ι. 5 (4). 37· σεβ. ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν Ἐμπεδ. 404· - ὡσαύτως μέσ. μὲ σημασίαν ἐνεργ., σ. δαίμονας Αἰσχύλ. Ἱκ. 815, πρβλ. 922· οὐδὲν σεβίζει γενεθλίους ἀράς, οὐδὲν σέβεται ἢ φοβεῖται αὐτάς, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 912· οὕτως ὁ Σοφ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ παθ. ἀορ. μετοχ., ἁγὼ σεβισθεὶς Ο. Κ. 636.
French (Bailly abrégé)
f. σεβιῶ, ao. ἐσέβισα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et ao.
vénérer, honorer : τινα λιταῖς SOPH qqn par des prières ; εὐσεβίαν σεβίζειν SOPH témoigner de son respect pour les dieux;
Moy. σεβίζομαι m. sign.
Étymologie: σέβας.
English (Slater)
σεβίζω
1 revere σεβίζομεν Κυράνας ἀγακτιμέναν πόλιν (P. 5.80) μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι (sc. ἥρωες) (I. 5.29)
Greek Monolingual
Α σέβας
1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ' ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.)
2. (με αιτ. ή γεν. της αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι
3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» — αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.)
4. (σχετικά με θάνατο ή θρήνο) μετέχω σε εκδηλώσεις απότισης φόρους τιμής («λαοπαθῆ τε σέβων ἀλίτυπά τε βάρη», Αισχύλ.).