σίραιον

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίραιον Medium diacritics: σίραιον Low diacritics: σίραιον Capitals: ΣΙΡΑΙΟΝ
Transliteration A: síraion Transliteration B: siraion Transliteration C: siraion Beta Code: si/raion

English (LSJ)

[ῐ], τό,

   A new wine boiled down, Ar.V.878, Antiph.142, Alex. 127.8, 188, Nic.Al.153 (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also οἶνος σίραιος, Dsc.5.6, Aret.CA1.1; σίρινος, Eust.1385.14.

German (Pape)

[Seite 884] τό, auch σίραιος οἶνος u. σίρινος οἶνος, eingekochter Most; Ar. Vesp. 878, wo der Schol. erkl. τὸ ἑψημένον γλεῦκος, βραχὺ δὲ ἔχον παράπικρον ὅταν καθεψηθῇ; vgl. Antiphan. bei Ath. II, 68 a Eubul. IV, 170 c; Diosc.; sonst ἕψημα, sapa.

Greek (Liddell-Scott)

σίραιον: [ῐ], τό, ὁ νέος οἶνος βραζόμενος, μοῦστος βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· ὡσαύτως, οἶνος σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· ὡσαύτως ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vin cuit, vin doux.
Étymologie: DELG étym. difficile.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)].