σκιόφως

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐόφως Medium diacritics: σκιόφως Low diacritics: σκιόφως Capitals: ΣΚΙΟΦΩΣ
Transliteration A: skióphōs Transliteration B: skiophōs Transliteration C: skiofos Beta Code: skio/fws

English (LSJ)

ωτος, τό,

   A twilight, formed like λυκόφως, Hld.5.27.

German (Pape)

[Seite 899] ωτος, τό, Dämmerlicht, bes. Abenddämmerung, Heliod. 5, 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκιόφως: -ωτος, τό, τὸ μετὰ τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ λυκόφως, Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ωτος, το, ΝΑ
λυκόφως («τὸ μεταίχμιο ἡμέρας καὶ νυκτὸς σκιόφως ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.)
νεοελλ.
1. ημίφως
2. αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται μέσα από αδιαφανή σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φως].