σκιόφως
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ωτος, τό,
A twilight, formed like λυκόφως, Hld.5.27.
German (Pape)
[Seite 899] ωτος, τό, Dämmerlicht, bes. Abenddämmerung, Heliod. 5, 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκιόφως: -ωτος, τό, τὸ μετὰ τὴν δύσιν ὀλίγον φῶς, ὡς τὸ λυκόφως, Ἡλιόδ. 5. 27, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ωτος, το, ΝΑ
λυκόφως («τὸ μεταίχμιο ἡμέρας καὶ νυκτὸς σκιόφως ἀπετέλεσεν», Ηλιόδ.)
νεοελλ.
1. ημίφως
2. αμυδρό φως το οποίο παράγεται από ακτίνες που διέρχονται μέσα από αδιαφανή σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + φως].