σκουπίζω
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
Ν σκούπα
1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή»)
2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β. «σκουπίζω τα μαχαιροπίρουνα»)
3. αφαιρώ την υγρασία ή τον ιδρώτα από το σώμα ή από μέρος του σώματος (α. «σκούπισε καλά την πλάτη σου» β. «θα σκουπίσω το παιδί και θα το κοιμήσω»)
4. καθαρίζω τη σκόνη από μια επιφάνεια με τη βοήθεια ξεσκονόπανου, ξεσκονίζω
5. φρ. «σκουπίζω τη μύτη μου» — καθαρίζω τη μύτη μου με μαντίλι.