σταυρόλεξο
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
το, Ν
(ψυχαγ.) ψυχαγωγική και πνευματική απασχόληση που συνίσταται στην, βάσει δεδομένων ορισμών, εύρεση και οριζόντια ή κάθετη τοποθέτηση λέξεων σ' έναν τετραγωνισμένο πίνακα έτσι ώστε κάθε τετράγωνο να αντιστοιχεί σε ένα μόνο γράμμα της κάθε λέξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -λεξο (< λέξη), πρβλ. αρκτικό-λεξο].