στόμωση

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source

Greek Monolingual

η / στόμωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[στομῶ / -ώνω]]
η σκλήρυνση του σιδήρου ή σιδερένιων εργαλείων με βύθισή τους σε κρύο νερό, ενώ είναι πυρακτωμένα, η μεταβολή τους σε χάλυβα, βαφή, βάψιμο, ατσάλωμα («στόμωσις πελέκεως», Πλούτ.)
αρχ.
1. διάνοιξη οργάνου του σώματος με χειρουργική επέμβαση
2. δεξιοτεχνία του λόγου («στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν», Σοφ.)
3. (κατά τους στωικούς φιλοσ.) ο σχηματισμός της ψυχής με συμπύκνωση του πνεύματος («καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῡ πνεύματος μεταβαλόντος», Χρύσ. Στωικ.)
4. ενίσχυση, ενδυνάμωση.