Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
το, Ν στραβώνω
1. το να γίνει στραβό, κυρτό κάτι, στρέβλωση, κύρτωση («το σίδερο θέλει κι άλλο στράβωμα»)
2. μετατόπιση από την ευθεία, το να γίνει κάτι λοξό
3. τύφλωση, απώλεια της όρασης.