στυλοβάτης
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. στῡλο-βάτας, ὁ,
A base of a column, stylobate, Pl.Com.42, Delph.3(5).88 C2 (iv B.C.), IG22.1668.40, 42(1).102.8, al. (Epid., iv B.C.), Inscr.Délos 365.30 (iii B.C.), Hero Aut.16.1, Vitr. 3.4.2, 4.8.2.
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, Säulenfuß, Plat. com. bei Poll. 7, 121.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ βάσις στύλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορτ.» 12, Ἥρων ἐν «Αὐτομ.» 259Β, Βιτρούβ. 3. 3., 4. 7.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και δωρ. τ. στυλοβάτας Α
βάση στύλου, υπόβαθρο, κν. στυλοπάτι
νεοελλ.
1. μτφ. βασικός υποστηρικτής, θεμελιωτής («στυλοβάτης της κυβέρνησης»)
2. αρχαιολ. η άνω επιφάνεια του κρηπιδώματος ναού η οποία αποτελείται από μεγάλες τετράγωνες πλάκες άριστα κατεργασμένες και προσαρμοσμένες η μία προς την άλλη και πάνω στην οποία στηρίζονται οι κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης.