συζύγιος

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζῠγιος Medium diacritics: συζύγιος Low diacritics: συζύγιος Capitals: ΣΥΖΥΓΙΟΣ
Transliteration A: syzýgios Transliteration B: syzygios Transliteration C: syzygios Beta Code: suzu/gios

English (LSJ)

α, ον, poet. for σύζυγος,

   A joined, united Χάριτες E. Hipp.1148(lyr.).    II Act., joining, uniting, epith. of Hera, as patroness of marriage. Stob.2.7.3a, cf. Poll.3.38.

German (Pape)

[Seite 972] poet. statt σύζυγος, 3 Endgn, verbunden; συζύγιαι Χάριτες, Eur. Hipp. 1147. Auch act., verbindend, Ἥρα, die Ehestifterinn, Stob. ecl. II p. 54.

Greek (Liddell-Scott)

συζύγιος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ σύζυγος, συνημμένος, ἡνωμένος, χάριτες Εὐρ. Ἱππ. 1147. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ συζευγνύων, συνάπτων, ὡς τὸ ζυγία, ἐπίθ. τῆς Ἥρας ὡς προστάτιδος τοῦ γάμου, Στοβ. Ἐκλ. 2. 54, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 38.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
uni.
Étymologie: σύζυγος.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α σύζυγος
(ποιητ. τ.)
1. συνδεδεμένος, ενωμένος
2. (ενεργό (κυρίως ως προσωνυμία της Ήρας ως προστάτιδας του γάμου) αυτός που συνδέει, που συνάπτει.