σύμμιγα
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
Adv.
A promiscuously with, c. dat., Hdt.6.58.
German (Pape)
[Seite 982] adv., gemischt, zugleich mit, τινί, Her. 6, 58.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμῐγᾰ: Ἐπίρρ., συμμίκτως, μίγδην, ὁμοῦ μετά τινος, σύμμιγα τῇσι γυναικὶ κόπτονται Ἡρόδ. 6. 58.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle avec, τινι.
Étymologie: συμμίγνυμι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].