συμπληγάς
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A striking or dashing together, πέτραι Συμπληγάδες the clashing rocks, i.e. the Κυάνεαι νῆσοι, which were supposed to close in on all who sailed between them (also called συνδρομάδες), E.IT355, cf. Str.1.2.10, 3.2.12; Κυάνεαι σ. π. E.Med.1263 (lyr.); Συμπληγάδες (sc. πέτραι) ib.2, IT260,1389: sg., κυανέαν Συμπληγάδα ib.241; Ἄξενον . . ἐκπερᾶσαι ποντίαν Ξυμπληγάδα, of the passage out of the Euxine (ποντιᾶν Ξυμπληγάδων Herm.), Id.Andr.794 (lyr.). II as Subst., collision, conflict, Arist.Mu.392b13, Him.Or. 19 tit.
German (Pape)
[Seite 988] άδος, ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, ποντίαν ξυμπληγάδα, Eur. Andr. 796, die συμπληγάδες νῆσοι od. πέτραι. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
συμπληγάς: -άδος, ἡ, ἡ ὁμοῦ πληττομένη, συγκρουομένη, ξυμπληγάδες πέτραι, αἱ συγκρουόμεναι πέτραι, δηλ. αἱ Κυάνεαι νῆσοι, περὶ ὧν ἐπιστεύετο ὅτι συνέκλειον πάντα ἐπιχειροῦντα νὰ πλεύσῃ διὰ μέσου αὐτῶν (ἐκαλοῦντο καὶ συνδρομάδες), Εὐρ. Ι. Τ. 355, Στράβ. 21, 149· Κυάνεαι σ. π. Εὐριπ. Μήδ. 1263· καὶ Ξυμπληγάδες (ἐξυπακ. πέτραι) αὐτόθι 2, Ι. Τ. 260, 1389 ― ἐν τῷ ἑνικῷ, γῆν κυανέαν Ξυμπληγάδα (Ald. κυανεᾶν Ξυμπληγάδων) αὐτόθι 242· Ἄξενον... ἐκπερᾶσαι ποντίαν Ξυμπληγάδα, ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ Εὐξείνου ἐξόδου (ὁ Herm. ποντιᾶν Ξυμπληγάδων), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 796. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σύγκρουσις, συμπλοκή, μάχη, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 10· συμπληγάδας ἐθνῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 23C.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
adj. qui s’entrechoque;
subst. αἱ Συμπληγάδες (πέτραι) les Symplégades, n. de deux roches à l’entrée du Bosphore, dans le Pont-Euxin, et qu’on croyait se rapprocher pour enserrer les navigateurs qui s’aventuraient entre elles.
Étymologie: σύν, πλήσσω.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
βλ. Συμπληγάδες.