συνεπανίστημι

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνεπανίστημι: συνεπεγείρω, κάμνω τινὰ νὰ ἐγερθῇ ἐναντίον ἄλλου ὁμοῦ, ἐξεγείρω, Θεοδοτ. ἐν Παλ. Διαθ. (Ναοὺμ Α΄, 11). ΙΙ. Παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπαναστατῶ, συνεπαναστάντες… ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 3. 84, Θουκ. 1. 132· τινι, μετά τινος, Ἡρόδ. 3. 61· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. 1. 59· τινι μετά τινος, ἐναντίον τινὸς μετά τινος ἄλλου, συνεπαναστάντες τοὺς μὲν ἐξηλάσαμεν Διον. Ἁλ. 6. 74. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 30.

Greek Monolingual

Α
1. κάνω κάποιον να εξεγερθεί εναντίον άλλου
2.(συν. το παθ.) συνεπανίσταμαι- εξεγείρομαι, επαναστατώ από κοινού με άλλον («συνεπαναστάντες δὲ οὗτοι ἅμα Πεισιστράτῳ ἔσχον τὴν ἀκρόπολιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπανίστημι «εξεγείρω, ξεσηκώνω»].