συγκυρώ
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ
(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη
αρχ.
1. συναντώμαι κατά τύχη
2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.
β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.)
3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω
4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον
5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι
6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε
(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].———————— (II)
-όω, Α
επιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ
(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη
αρχ.
1. συναντώμαι κατά τύχη
2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.
β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.)
3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω
4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον
5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι
6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε
(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].———————— (II)
-όω, Α
επιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].