σύγκαυσις

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκαυσις Medium diacritics: σύγκαυσις Low diacritics: σύγκαυσις Capitals: ΣΥΓΚΑΥΣΙΣ
Transliteration A: sýnkausis Transliteration B: synkausis Transliteration C: sygkafsis Beta Code: su/gkausis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συγκαίω)

   A burning, Pl.Ti.83a; baking of horn and pottery, Arist.Aud.802b4; parched state of body, Gal.15.895, Nat.Fac.2.9.

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, das Verbrennen, Plat. Tim. 83 a; das zu starke Brennen, Rösten.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκαυσις: ἡ, (συγκαίω) τὸ συγκαίειν, κατακαίειν, Πλάτ. Τίμ. 83A· τὸ καίειν, ὀπτᾶν, μάλιστα πλίνθους, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 37.

Greek Monolingual

-αύσεως, ἡ, Α συγκαίω
1. το να καίγεται κάποιος ή κάτι μαζί με άλλους ή άλλα
2. ψήσιμο, ιδίως πλίνθων και πήλινων αγγείων
3. κατάσταση του σώματος που προέρχεται από καύση.

Greek Monolingual

-αύσεως, ἡ, Α συγκαίω
1. το να καίγεται κάποιος ή κάτι μαζί με άλλους ή άλλα
2. ψήσιμο, ιδίως πλίνθων και πήλινων αγγείων
3. κατάσταση του σώματος που προέρχεται από καύση.