συμμαχώ

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ σύμμαχος
συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος
νεοελλ.
μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
αρχ.
1. βοηθώ, συντρέχω
2. φρ. «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο αλλά για να συμπράξω σε κακούργημα.

Greek Monolingual

συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ σύμμαχος
συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος
νεοελλ.
μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
αρχ.
1. βοηθώ, συντρέχω
2. φρ. «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο αλλά για να συμπράξω σε κακούργημα.