συμπλάσσω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
Att.συμπλάττω, pf. -πέπλᾰκα prob.cj. in J.Ap.2.2:—
A moula or fashion together, γαίης of clay, Hes.Th.571, cf. Hermipp.41; of bees, Arist.HA628a34, GA761a7; of Prometheus, τὸν ἄνθρωπον Aristid.Or.42(6).7:—Pass., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ar.Pax869; τῶν ἐντὸς [τῆς κνήκου] . . μέλιτι συμπλασθέντων Diocl.Fr.140. 2 of speakers and writers, συνομολογοῦντες καὶ σ. by agreeing on an hypothesis and a fiction, Pl.Chrm.175d:—Med., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι D.C.50.5. 3 metaph., feign or fabricate together, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα D.36.16; σ. ἑαυτῷ ἐνύπνιον Aeschin.3.77.
German (Pape)
[Seite 987] att. -πλάττω (s. πλάσσω), zusammenformen; γαίης, aus Erde, Hes. Th. 571; σησαμῆ ξυμπλάττεται, Ar. Pax 834; Plat. Charm. 175 d; u. übertr., erdichten, αἰτίας συμπλάσας Dem. 36, 16; συμπλάσας ἑαυτῷ ἐνύπνιον, Aesch. 3, 77.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω ὁμοῦ, γαίης, ἐκ χώματος, Ἡσ. Θεογ. 571· λέγεται ἐπὶ τῶν μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 10, π. Ζ. Γεν. 3. 10, 28. ― Παθ., σησαμῆ ξυμπλάττεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 869. 2) ἐπὶ ῥητόρων ἢ συγγραφέων, ξυνομολογοῦντες καὶ ξ., συμφωνοῦντες εἰς ὑποθέσεις καὶ εἰς πλαστὰ πράγματα, Πλάτ. Χαρμ. 175D. ― Mέσ., συγγράφεσθαι καὶ συμπλάττεσθαι Δίων Κ. 50. 5. 3) μεταφορ., πλάττω, κατασκευάζω, ἐφευρίσκω, αἰτίας καὶ ἐγκλήματα Δημ. 949. 13· σ. τι ἑαυτῷ Αἰσχίν. 64. 34.
French (Bailly abrégé)
former ensemble, façonner ensemble, construire ; fig. imaginer, combiner;
Moy. συμπλάσσομαι imaginer, combiner.
Étymologie: σύν, πλάσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπλάττω Α πλάσσω
1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῑς... ξυνομολογοῡντες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην εἶναι», Πλάτ.)
4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπλάττω Α πλάσσω
1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.)
2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ ἡμεῑς... ξυνομολογοῡντες καὶ ξυμπλάττοντες ἐτιθέμεθα σωφροσύνην εἶναι», Πλάτ.)
4. μτφ. επινοώ, εφευρίσκω.