τρύμη

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύμη Medium diacritics: τρύμη Low diacritics: τρύμη Capitals: ΤΡΥΜΗ
Transliteration A: trýmē Transliteration B: trymē Transliteration C: trymi Beta Code: tru/mh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, (τρύω)

   A hole, Sch.Ar.Nu.447.    II metaph., sharp fellow, sly knave, Ar.Nu.448.

German (Pape)

[Seite 1156] ἡ, 1) das Loch, bes. das durch Reiben entstandene. – 2) übertr. wie τρίμμα, ein abgeriebener, durchtriebener, gewandter, verschmitzter Mensch, Ar. Nubb. 448.

Greek (Liddell-Scott)

τρύμη: [ῡ], ἡ, (τρύω) τρυμαλιά, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447 ἐν τέλει. ΙΙ. μεταφ., ὀξύς, πανοῦργος ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Νεφ. 448, ἴδε Σχόλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
= τρύπη.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(κατά τον Θεόγνωστ.) «ταλαιπωρία»
αρχ.
1. οπή, τρύπα
2. μτφ. (για πρόσ.) πανούργος, πολυμήχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύω + κατάλ. -μη (πρβλ. ρώ-μη, τόλ-μη)].