τελεσίγραφο

From LSJ
Revision as of 12:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. τελικό έγγραφο που δεν επιδέχεται καμία μεταβολή
2. (νομ.) έγγραφη προειδοποίηση ενός κράτους προς άλλο κράτος ή ομάδας ή οργανισμού κρατών προς κράτος ή ομάδα κρατών με το οποίο απαιτείται από τη δεύτερη πλευρά να λάβει ορισμένα μέτρα, συνήθως μέσα σε ορισμένα χρονικά πλαίσια, διότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί θα εφαρμοστούν σε βάρος του εξαναγκαστικά μέτρα, ακόμη και κήρυξη πολέμου
3. μτφ. αυστηρή και ιταμή προειδοποίηση και αξίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + -γραφο (< γράφω), πρβλ. υστερό-γραφο. Η λ. αποτελεί απόδοση του λατ. ultimatum και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. τελεσίγραφον, από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].