Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τημελώ

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

-έω, Α
φροντίζω, μεριμνώ για κάποιον ή για κάτι («χώρει πρὸς Ἄργος παρθένους τε τημέλει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η οποία θεωρείται ως η πιο πιθανή, το ρ. τημελῶ είναι παρ. ενός αμάρτυρου ουσ. τη-μελος / τη-μελη, σχηματισμένου από το θ. τη- του ρ. τηρῶ με επίθημα -μελ-ος / -μελη, πρβλ. θυ-μέλη, πι-μελή (για την εναλλαγή -μ- και -ρ- στους τ. τη-μελῶ και τη-ρῶ πρβλ. κλῆμα: κλῆρος). Ο τ. τημελῶ, εξάλλου, με έναν χωρισμό του επιθήματος -μ-ελ- θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ρωσ. tjamitĭ «φροντίζω» και λιθουαν. tẽmyti(s) «σκέπτομαι, παρατηρώ». Η σημασιολογική συγγένεια του ρ. τημελῶ προς το ρ. μέλομαι έχει οδηγήσει σε διάφορες συνδέσεις τών δύο ρημάτων. Έτσι έχει προταθεί η θεώρηση του ρ. τημελῶ ως παραγώγου του ουσ. τημέλεια, το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, έχει προέλθει —με ανομοιωτική αποβολή της συλλαβής -λε— από τ. τηλε-μέλεια (< τῆλε + -μέλεια < -μελής < μέλομαι, πρβλ. ἀμέλεια) με σημ. «φροντίδα, σκέψη από μακριά», ενώ άλλοι μελετητές θεωρούν το ρ. τημελῶ προϊόν συμφυρμού δύο αμάρτυρων τ. τημέω (πρβλ. λιθουαν. tẽmytis «σκέπτομαι») και μελέω (< μέλομαι)].