τρίπτωτος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ον,
A with three case-forms, Choerob. in Theod.1.335 H., Priscian Inst.5.14.76, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πτώσεις, Χοιροβ. Καν. 363, Priscian. 5, 14, 76.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σχηματίζει τρεις μόνο πτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πτωτος (< πτῶσις), πρβλ. πεντά-πτωτος].