ὑπερκάθημαι

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκάθημαι Medium diacritics: ὑπερκάθημαι Low diacritics: υπερκάθημαι Capitals: ΥΠΕΡΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: hyperkáthēmai Transliteration B: hyperkathēmai Transliteration C: yperkathimai Beta Code: u(perka/qhmai

English (LSJ)

   A to be posted over or upon, ἐπὶ τῶν ἄκρων X.An.5.2.1.    II sit over and watch, keep an eye on, ἡμῶν ib.5.1.9, cf. Plot. 3.4.5.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ᾑμαι), darüber sitzen, darauf sitzen, τινός, an einem höhern Orte, ἐπί τινος, Xen. An. 5, 2, 1. – Einem nachsetzen, wie unser »Einem auf dem Dache sitzen«, τινός, ibd. 5, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκάθημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ -έζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω, ἐπί τινος Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 1. ΙΙ. μεταφ., κάθημαι ὑπεράνω τινὸς καὶ ἀγρυπνῶ, φυλάττω, παραφυλάττω τινά, τινὸς αὐτόθι 5. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

seul. pers.
1 être campé au-dessus, ἐπί τινος;
2 fig. être sur les talons ou sur le dos de, presser vivement, gén..
Étymologie: ὑπέρ, κάθημαι.

Greek Monolingual

Α κάθημαι
1. κάθομαι πάνω σε κάτι
2. κάθομαι σε ψηλότερο σημείο παρατηρώντας με προσοχή ή κατασκοπεύοντας κάποιον.