τέρψη
From LSJ
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
Greek Monolingual
η / τέρψις, -εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α τέρπω
1. ευχαρίστηση, ηδονή
2. χαρά, ευφροσύνη
νεοελλ.
διασκέδαση, ψυχαγωγία
αρχ.
φρ. «τέρψις ἔστι μοι»
(με απαρμφ.) είναι τέρψη μου, αισθάνομαι χαρά που... (Σοφ.).