τζάκι
From LSJ
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
Greek Monolingual
το, Ν
1. ιδιαίτερος, κτιστός χώρος μέσα στο σπίτι για το άναμμα φωτιάς, εστία, γωνιά, παραγώνι
2. μτφ. γενιά, οικογένεια, σόι
3. στον πληθ. τα τζάκια
οι ευγενείς, οι προύχοντες
4. φρ. «είναι από τζάκι» ή «είναι από μεγάλο τζάκι» — κατάγεται από ονομαστή οικογένεια, από αρχοντική γενιά, από οικογένεια ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ocak, μέσω ενός μσν. τ. ὀτζάκι].