υπηρέτης

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

ο / ὑπηρέτης, ΝΜΑ, θηλ. υπηρέτρια Ν, και δωρ. τ. ὑπηρέτας, θηλ. ὑπηρέτις, -ιδος, Α
νεοελλ.
1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία σε σπίτι ή σε κατάστημα
2. στρατ. (παλ. όρος) στρατιώτης που χειριζόταν πυροβόλο, όλμο ή πολυβόλο
3. φρ. «δημόσιοι υπηρέτες»
(παλ. όρος) i) κατηγορία δημόσιων υπαλλήλων με κατώτερο βαθμό
ii) το σύνολο τών δημοσίων υπαλλήλων
μσν.-αρχ.
υποδιάκονος, υπηρέτης διακόνου, πρεσβυτέρου ή επισκόπου
αρχ.
1. αυτός που υπηρετούσε στο πλοίο ως κωπηλάτης με κατώτερο βαθμό
2. δούλος που ακολουθούσε στην εκστρατεία τον κύριό του
3. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού, υπασπιστής ή ακόλουθος
4. λειτουργός της λατρείας του Μίθρα
5. φρ. α) «Φοίβου ὑπηρέται» — οι κάτοικοι τών Δελφών (Σοφ.)
β) «ὑπηρέτης τοῡ χοροῡ» — ο αυλός (Πρατίν.)
γ) «ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρέτης» — ο βοηθός τών ένδεκα στην αρχαία Αθήνα, ο δήμιος τών πολιτικών καταδίκων (Πλάτ.)
δ) «ὑπηρέτης ἔργου» — άτομο που είχε μια οποιαδήποτε υπηρετική σχέση (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. υπηρέτης, σύνθ. από την πρόθεση ὑπό και το ουσ. ἐρέτης «κωπηλάτης» (το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως), αποτελούσε αρχικά όρο του ναυτικού λεξιλογίου και δήλωνε τον κωπηλάτη που βρισκόταν υπό τις διαταγές του κελευστή (για τη χρήση αυτή της πρόθεσης ὑπό βλ. λ. υπο-). Στη συνέχεια η λ. χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση με τις γενικότερες σημ. «βοηθός, διάκονος, δούλος», οι οποίες είναι οι μόνες που διατηρήθηκαν και στη Νέα Ελληνική].