ὑπερμεγέθης
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Ion. ὑπερμεγάθης [ᾰ], ες,
A = ὑπέρμεγας, [λίθοι], ὄφιες, κέρεα, Hdt.2.175, 4.191, 7.126; κυούμενον Sor.2.55; ἀδίκημα Aeschin.3.7; παρασκευάς Isoc.9.61; εὐεργεσίαι, ψεῦδος, D.18.316, 43.29; μηδὲν ὑ. τὴν πόλιν βλάψειν Id.23.190; ὑ. ἔργον exceedingly difficult, X.Cyr.1.6.8. Adv. -θως Ph. 1.103; κολάζεσθαι Phld.Ir.p.57 W.
German (Pape)
[Seite 1198] ες, = ὑπέρμεγας, ion. ὑπερμεγάθης, Her. 2, 175. 4, 191. 7, 126; Dem. u. Sp., wie Plut. Rom. 16; – übermäßig schwer, ἔργον Xen. Cyr. 1, 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμεγέθης: Ἰων. -άθης, ες, γεν. εος, = ὑπέρμεγας, λίθοι, ὄφιες, κέρεα Ἡρόδ. 2. 175., 4. 191, κ. ἀλλ.· ὑπερ. ἀδίκημα Αἰσχίν. 54. 31· εὐεργεσία, ψεῦδος Δημ. 330. 12., 1059 2· ὑπ. τι βλάπτειν τινὰ ὁ αὐτ. 684. 4· ὑπερμέγεθες ἔργον, ὑπερβαλλόντως δύσκολον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 8. ― Ἐπίρρ. -θως, Φίλων 1. 103.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’une grandeur démesurée, énorme.
Étymologie: ὑπέρ, μέγεθος.
Greek Monolingual
υπερμέγεθες / ὑπερμεγέθης, ὑπερμέγεθες, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερμεγάθης, ὑπερμέγαθες, Α
αυτός που έχει υπέρμετρο μέγεθος, πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος
αρχ.
(για έργο ή προσπάθεια) εξαιρετικά δύσκολος, δυσχερέστατος.
επίρρ...
ὑπερμεγέθως ΜΑ
με υπερμεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -μεγέθης (< μέγεθος / μέγαθος), πρβλ. μικρο-μεγέθης].