υπεξίστημι
Greek Monolingual
Α
1. μετατρέπω κάπως, μεταβάλλω λίγο, ιδίως προς το χειρότερο
2. αποχωρώ κρυφά
3. (με γεν.) παραιτούμαι από αξίωση ή δικαίωμα («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», Ηρόδ.)
4. αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας τόπο σε κάποιον άλλον, συνήθως ανώτερο μου, παραμερίζω («οὔτε ὐπεκστήσεταί σοι ὁ δοῡλος», Ξεν.)
5. υποχωρώ σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξίστημι «μεταβάλλω, αλλοιώνω, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].