φελούκα

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ναυτ. πλοιάριο παρόμοιο με τη γαλέρα, εφοδιασμένο με ένα ή δύο τριγωνικά ιστία αναρτημένα σε εμπροσθοκλινείς ιστούς, καθώς και με κουπιά, που παλαιότερα χρησίμευε ως βοηθητικό σκάφος τών πειρατών
2. ειρων. κάθε μικρό κωπήλατο ή ιστιοφόρο σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. feluca < ισπ. falua / faluca, πιθ. < αραβ. fulūk, πληθ. της λ. fulk «πλοίο» < ἐφόλκιον «μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από άλλο». Κατ' άλλη άποψη, η ισπ. λ. προέρχεται από το σκανδιναβικό holok].