υδρογόνωση
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Greek Monolingual
η, Ν
χημ. χημική αντίδραση ανάμεσα στο υδρογόνο και σε ένα χημικό στοιχείο ή σε μία χημική ένωση, που αναφέρεται συχνά ως υπόστρωμα αντίδρασης κατά την οποία άτομα υδρογόνου προσαρτώνται στα μόρια του υποστρώματος
2. φρ. α) «καταλυτική υδρογόνωση»
χημ. χημική διεργασία η οποία χρησιμοποιείται για την παραγωγή χημικών ενδιαμέσων, για τη διύλιση του πετρελαίου, για την μετατροπή τών υψηλού βαθμού ακορεστότητας και δυσάρεστης οσμής ή γεύσης υγρών ελαίων σε λίπη στερεά ή πολτώδους υφής
β) «υδρογόνωση του άνθρακα»
(χημ. τεχνολ.) χημική διεργασία μετατροπής του άνθρακα σε υγρούς υδρογονάνθρακες κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρογόνο + κατάλ. -ωση. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrogenation].