φορμαλιστικός
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν φορμαλιστής
1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό
2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός»
(φιλοσ.) άλλη ονομασία του υπερβατικού ιδεαλισμού.
επίρρ...
φορμαλιστικά Ν
με φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη του φορμαλισμού.