φορμαλιστικός

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φορμαλιστής
1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό
2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός»
(φιλοσ.) άλλη ονομασία του υπερβατικού ιδεαλισμού.
επίρρ...
φορμαλιστικά Ν
με φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη του φορμαλισμού.