αδαής

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀδαής)
αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος
αρχ.
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < - στερητ. + ἐδάην, απρμφ. δαῆναι, αόρ. β΄ του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω με μεταβιβαστική σημ. «κάνω κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. δάος (το) «γνώση».
ΠΑΡ. μσν. ἀδαηστί].