αέναος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀέναος, -ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως)
1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος
2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτοςαέναος διαδοχή τών ετών»)
3. επίρρ. αενάως
συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν (= ἀεὶ) + νάω, «ρέω» > ἀένναος > αέναος, με απλοποίηση και ιων. ἀείναος, με απλοποίηση και αντέκταση, ἀείνως, με συναίρεση. Από το συνθ. ἀέναος, με απόσταση του προτακτικού στοιχείου της συνθέσεως, προήλθε ο επιρρηματικός τύπος ἀέ (= ἀεί). (Για τη δημιουργία λέξεων κατόπιν αποσπάσεως, πρβλ. κουτσός < κουτσο-μύτης < κοψο-μύτης, αψός < ἀψίχολος, σπανὸς < σπανοπώγων κ. ο. κ.)].