δαμαλίζω

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰλίζω Medium diacritics: δαμαλίζω Low diacritics: δαμαλίζω Capitals: ΔΑΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: damalízō Transliteration B: damalizō Transliteration C: damalizo Beta Code: damali/zw

English (LSJ)

poet.

   A = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—Med., πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp.231 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 521] p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἰσοδύναμος τῷ δαμάζω, καταβάλλω, ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

dompter, soumettre.
Étymologie: δάμαλις.

English (Slater)

δαμαλίζω v. καταδαμαλίζω.

Greek Monolingual

(I)
εμβολιάζω με δαμαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
(πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο].———————— (II)
δαμαλίζω (Α) δαμάλης
δαμάζω (ατίθασα άλογα).

Greek Monotonic

δᾰμᾰλίζω: ποιητ. τύπος του δαμάζω, τιθασεύω, εξημερώνω, υποτάσσω, δαμάζω (ό,τι και στη Ν.Ε.) — Μέσ., σε Ευρ.