ἀνθυβρίζω

From LSJ
Revision as of 18:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυβρίζω Medium diacritics: ἀνθυβρίζω Low diacritics: ανθυβρίζω Capitals: ΑΝΘΥΒΡΙΖΩ
Transliteration A: anthybrízō Transliteration B: anthybrizō Transliteration C: anthyvrizo Beta Code: a)nqubri/zw

English (LSJ)

   A abuseone another, abuse inturn, E.Ph.620 (Pass.), Plu. Per.26, Luc.DMeretr.33, etc.

German (Pape)

[Seite 235] dagegen, gegenseitig mißhandeln, beleidigen, Plut. Pericl. 26, oft; Luc. D. Mar. 3. – Pass., Eur. Phoen. 620.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυβρίζω: μέλλ. -ίσω, ἀνταποδίδω τὴν ὕβριν, μεταχειρίζομαι καὶ ἐγὼ μετὰ τρόπου ὑβριστικοῦ, οἱ δὲ Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες ἔστιζον εἰς τὸ μέτωπον γλαῦκας Πλουτ. Περικλ. 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

rendre outrage pour outrage, venger un outrage.
Étymologie: ἀντί, ὑβρίζω.

Spanish (DGE)

insultar, ofender a su vez ΠO. ὅδε γὰρ εἰς ἡμᾶς ὑβρίζει. - ἘT. καὶ γὰρ ἀνθυβρίζομαι Polinices. Este nos ofende. -Eteocles. Y yo a mi vez soy ofendido E.Ph.620, οἱ ... Σάμιοι τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Ἀθηναίων ἀνθυβρίζοντες los samios a los prisioneros atenienses insultando a su vez Plu.Per.26, ὀργίζου μέν, μὴ ἀνθύβριζε δέ enfádate, pero no insultes a tu vez Luc.DMeretr.3.3.

Greek Monolingual

ἀνθυβρίζω (Α)
ανταποδίδω τις ύβρεις, βρίζω κι εγώ αυτόν που μ' έβρισε.

Greek Monotonic

ἀνθυβρίζω: μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι υβριστικά ο ένας τον άλλο, ανταποδίδω την ύβρη, σε Ευρ., Πλούτ.