ὁμωρόφιος

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμωρόφιος Medium diacritics: ὁμωρόφιος Low diacritics: ομωρόφιος Capitals: ΟΜΩΡΟΦΙΟΣ
Transliteration A: homōróphios Transliteration B: homōrophios Transliteration C: omorofios Beta Code: o(mwro/fios

English (LSJ)

ον, (ὄροφος)

   A being or lodging under the same roof with, τινι Antipho 5.11, D.18.287, 21.118 : abs., Opp.H.5.418 : ὁμορόφιος is f.l. in codd., e.g. of Str.9.3.5, Gal.14.215.

German (Pape)

[Seite 344] = Folgdm, Antiph. 5, 11 u. Folgde, wie Luc. Phal. prior. l.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμωρόφιος: -ον, (ὄροφος) ὁ ὑπάρχων ἢ κατοικῶν ὑπὸ τὴν αὐτὴν ὀροφήν, τινὶ Ἀντιφῶν 130. 32, Δημ. 321, 14., 553. 6 (πρβλ. ὁμόσπονδος)· - ὁμορόφιος εἶναι τύπος ἡμαρτημένος ἀπαντῶν ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 709.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
v. ὁμώροφος.

Greek Monolingual

ὁμωρόφιος, -ον (Α)
συγκάτοικος, σύνοικος, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. υπ-ωρόφιος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὁμωρόφιος: -ον (ὄροφος), αυτός που κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με κάποιον άλλο, με δοτ., Δημ.