μαλακότης

From LSJ
Revision as of 19:42, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκότης Medium diacritics: μαλακότης Low diacritics: μαλακότης Capitals: ΜΑΛΑΚΟΤΗΣ
Transliteration A: malakótēs Transliteration B: malakotēs Transliteration C: malakotis Beta Code: malako/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A softness, opp. σκληρότης, Pl.R.523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in pl., Pl.Cra.432b.    2 of climate, mildness, Thphr.HP3.5.4.    II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία·
I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.