πολυφόρος

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφόρος Medium diacritics: πολυφόρος Low diacritics: πολυφόρος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΟΣ
Transliteration A: polyphóros Transliteration B: polyphoros Transliteration C: polyforos Beta Code: polufo/ros

English (LSJ)

ον (parox.),

   A bearing much, productive, prolific, π. καὶ παμφόρος Pl.Lg. 705b, cf. Str.6.3.9: Comp. -ώτεροι, φοινικῶνες J.BJ4.8.2.    2 metaph., χρόνος π. πονηρίας ib.7.8.1: Sup., τὸ κακὸν -ώτατον Ph. 1.361.    II that will bear much water, opp. ὀλιγοφόρος, of strong wine, Gal.15.669, Gp.7.23: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.Pl.853.

German (Pape)

[Seite 676] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch δαίμων, der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.

Greek (Liddell-Scott)

πολῡφόρος: -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ ὕδωρ, δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. ὀλιγοφόρος· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit beaucoup, très fertile;
2 qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.
Étymologie: πολύς, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος
αρχ.
1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού
2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις («χρόνος... πονηρίας πολυφόρος», Ιώσ.)
β) αυτός που προκαλεί πολλά κακά, πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τελεσ-φόρος.

Greek Monotonic

πολῠφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που υπομένει πολλά
II. αυτός που μπορεί να αναμιχθεί με πολύ νερό, λέγεται για δυνατό κρασί, μεταφ., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι, σε Αριστοφ.