ἐσσύμενος

From LSJ
Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσσύμενος Medium diacritics: ἐσσύμενος Low diacritics: εσσύμενος Capitals: ΕΣΣΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: essýmenos Transliteration B: essymenos Transliteration C: essymenos Beta Code: e)ssu/menos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of σεύω (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.),

   A hurrying, eager, impetuous, Il.6.518, Pi.P.4.135 ; eager, yearning for, c. gen., πολέμου, ὁδοῖο, Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., πολεμίζειν, ἀλύξαι, Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73 ; ἐλαύνειν Pi.Fr.107.5.    II Adv. ἐσσῠμένως furiously, eagerly, ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο, Il.15.698, Od.14.347, cf.Pi.Fr.166,APl.4.43.

German (Pape)

[Seite 1043] partic. von σεύω, w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσσύμενος: -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ σεύω (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, ὁρμητικός, πρόθυμος, παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· πρόθυμος, ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.

French (Bailly abrégé)

qui s’élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l’inf. pour faire qch.
Étymologie: part. pf. Pass. de σεύω.

English (Autenrieth)

see σεύω.

Greek Monolingual

ἐσσύμενος, -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του σεύω)
1. ορμητικός, πρόθυμος
2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
ἐσσυμένως
ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐσσύμενος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του σεύω·
I. βιαστικός, βίαιος, σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόθυμος, αυτός που επιθυμεί κάτι διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.
II. επίρρ., ἐσσῠμένως, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.