προσπολεμέω
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
A carry on war against, τινα X.An.1.6.6; τινι Aeschin.1.64: abs., Pl.R.332e; ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι Th.8.96, cf. 7.51; χαλεπὸς προσπολεμεῖν Isoc.4.138, cf. D.2.22.
German (Pape)
[Seite 778] gegen Einen Krieg führen, τινί; Thuc. 8, 96; Plat. Menex. 243 a; Xen. An. 1, 6, 6; ὁ βασιλεὺς χαλεπὸς προσπολεμεῖν, es ist schwer, gegen ihn anzukämpfen, Isocr. 4, 138, wie προσπολεμεῖν φοβερός, Dem. 2, 22; Folgde, wie Pol. 3, 56, 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσπολεμέω: διεξάγω πόλεμον ἐναντίον τινός, ἔχω πόλεμον πρός τινα, Θουκ. 8. 96, Πλάτ. Πολ. 332Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 6· τινι Αἰσχίν. 9. 34· χαλεπῶς προσπολεμεῖν Ἰσοκρ. 69Α, πρβλ. Δημ. 24. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire la guerre à, τινι.
Étymologie: πρός, πολεμέω.
Greek Monotonic
προσπολεμέω: μέλ. -ήσω, διεξάγω πόλεμο εναντίον κάποιου, βρίσκομαι σε πόλεμο με κάποιον άλλο, σε Θουκ., Ξεν.