νηλίπους
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A unshod, barefooted, ἄσιτος ν. τ' ἀλωμένη S.OC349 codd., cf. Max. Tyr. 30.6: νήλῐπος, ον, A.R.3.646, Lyc.635, prob. l. for νήλυπος in Lyd. Mag.1.42; cf. ἀνήλιπος. (Deriv. by Sch.Theoc.4.56 from νη-, ἦλιψ without shoe.)
Greek (Liddell-Scott)
νηλίπους: ὁ, ἡ, ἀνυπόδυτος, γυμνόπους, ἄσιτος ν. τ’ ἀλωμένη Σοφ. Ο. Κ. 349· ν. βίος Λυκόφρ. 635· ὡσαύτως νήλιπος, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 646, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 42· πρβλ. ἀνήλιπος. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ νη-, ἦλιψ, ἄνευ ὑποδήματος· ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία μήπως τὸ -ποὺς ἢ -πος εἶναι ἁπλῶς καταλήξεις, πρβλ. Οἰδίπους, Οἴδιπος).
French (Bailly abrégé)
ίποδος (ὁ, ἡ)
1 qui va nu-pieds;
2 p. ext. pauvre, misérable.
Étymologie: DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et ἦλιψ, nom d’une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs.
Greek Monolingual
νηλίπους, ὁ και ἡ (Α)
ξυπόλυτος, ανυπόδητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο νηλιπόπους (< νήλιπος + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος με επίδραση της λ. πούς.
Greek Monotonic
νηλίπους: [ῐ], ὁ, ἡ, αυτός που δεν φοράει παπούτσια, ξυπόλυτος, σε Σοφ. (προέλευση από το νη-, ἦλιψ, χωρίς παπούτσια).