λοφνίς

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφνίς Medium diacritics: λοφνίς Low diacritics: λοφνίς Capitals: ΛΟΦΝΙΣ
Transliteration A: lophnís Transliteration B: lophnis Transliteration C: lofnis Beta Code: lofni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A torch made of vine bark, in pl., AP11.20 (Antip. Thess.), Lyc.48:—also λοφνία, Clitarch. Gloss. ap. Ath.15.701a, cf. Ath.15.699d.

Greek (Liddell-Scott)

λοφνίς: -ίδος, ἡ λαμπὰς ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς ἀμπέλου, Ἀνθ. Π. 11. 20, Λυκόφρ. 48, Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 701 Α· ὡσαύτως λοφνία, πρβλ. 699D. (Πιθαν. ἐκ τοῦ λέπω).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
torche faite de sarments de vigne.
Étymologie: DELG λοπός.

Greek Monolingual

λοφνίς, -ίδος, ἡ (Α)
δάδα από φλοιό δένδρου και ιδίως από κλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λοφνίς, λοφνία εμφανίζουν επίθημα -ίς, -ία και ανάγονται σε λόφνος (πιβ. < λόπ-σν-ο, που συνδέεται με λέπω «ξεφλουδίζω», λοπός «φλοιός» και εμφανίζει επίθημα -σν-ο, πρβλ. και λύχνος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λάμπω.

Greek Monotonic

λοφνίς: -ίδος, ἡ (λέπω), λαμπάδα από φλούδες κλημάτων, σε Ανθ.