ὑποκορισμός

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκορισμός Medium diacritics: ὑποκορισμός Low diacritics: υποκορισμός Capitals: ΥΠΟΚΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypokorismós Transliteration B: hypokorismos Transliteration C: ypokorismos Beta Code: u(pokorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33.    2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.

Greek Monolingual

ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.

Greek Monotonic

ὑποκορισμός: ὁ,
I. = το προηγ., σε Πλούτ.
II. χρήση υποκορ., σε Αριστ.