διομαλίζω

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομᾰλίζω Medium diacritics: διομαλίζω Low diacritics: διομαλίζω Capitals: ΔΙΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: diomalízō Transliteration B: diomalizō Transliteration C: diomalizo Beta Code: diomali/zw

English (LSJ)

pf.

   A διωμάλικα Phld.Po.Herc.1425.34:—maintain a standard, ἀρετὴ διομαλίζουσα Id.Rh.1.264S., cf. Longin.33.4, Plu. Cat.Ma.4, S.E.M.11.207; to be consistent, of observations, ib.5.103.

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλίζω: διαμένω ὁ αὐτὸς πάντοτε, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 4, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 207˙ -ἐντεῦθεν διομᾰλισμός, ὁ, ὁμαλότης, σταθερότης, ὁ αὐτ. Π. 3. 244.

French (Bailly abrégé)

rester le même, être d’une humeur égale.
Étymologie: διά, ὁμαλίζω.

Spanish (DGE)

1 tr. realizar con constancia o uniformidad τοῦτ' οὐδ' ἐν μοναχῷ γένει διωμάλικέν τις ποιητής Phld.Po.5.37.23, cf. S.E.M.5.103.
2 intr. ser constante ἀρετὴν ἄκραν καὶ διομαλίζουσαν ἀγνοηθῆναι que la virtud superior y constante es ignorada Phld.Rh.1.264, cf. Sch.Pi.N.3.72a, c. giro prep. τὰς μείζονας ἀρετάς, εἰ καὶ μὴ ἐν πᾶσι διομαλίζοιεν ... Longin.33.4, ἐν τοῖς ἀποτελέσμασι ref. al trabajo del artista, S.E.M.11.207, ἐν τοῖς κατορθώμασι S.E.M.11.207
persistir μέχρι τῆς τελευτῆς Plu.Cat.Ma.4.

Greek Monolingual

διομαλίζω (AM) ομαλίζω
καθιστώ κάτι τελείως ομαλό
αρχ.
είμαι πάντα ο ίδιος, μένω αμετάβλητος.

Greek Monotonic

διομᾰλίζω: μέλ. -σω, μένω πάντοτε ο ίδιος, σε Πλούτ.