κατακωλύω

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακωλύω Medium diacritics: κατακωλύω Low diacritics: κατακωλύω Capitals: ΚΑΤΑΚΩΛΥΩ
Transliteration A: katakōlýō Transliteration B: katakōlyō Transliteration C: katakolyo Beta Code: katakwlu/w

English (LSJ)

   A hinder from doing, c. acc. et inf., Simon.41, cf. Ar. Ach.1088; detain, keep back, τινα X.Oec.12.1, D.53.5; κ. ἔξω τινάς X.An.5.2.16; ἄχθεται . . τῷ κατακωλύοντι Pherecr.153.7:—Pass., c. gen. rei, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ D.33.13.

German (Pape)

[Seite 1358] verhindern; δειπνεῖν κατακωλύεις Ar. Ach. 1088; Xen. Oec. 12, 1; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ, er wurde an der Fahrt verhindert, Dem. 33, 13; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακωλύω: κωλύω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., μετὰ γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.

French (Bailly abrégé)

retenir, empêcher.
Étymologie: κατά, κωλύω.

Greek Monolingual

κατακωλύω (Α)
1. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («δειπνεῑν κατακωλύεις πάλαι», Αριστοφ.)
2. σταματώ («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

κατακωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω από το να κάνει κάποιος κάτι, σε Αριστοφ.· αναχαιτίζω, κρατώ πίσω, σε Ξεν. — Παθ., με γεν. πράγμ., κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ, σε Δημ.