πεπαίτερος

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαίτερος Medium diacritics: πεπαίτερος Low diacritics: πεπαίτερος Capitals: ΠΕΠΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: pepaíteros Transliteration B: pepaiteros Transliteration C: pepaiteros Beta Code: pepai/teros

English (LSJ)

and πέντ-τατος,

   A v. πέπων. πεπᾰλαγμένος, πεπάλακτο, v. παλάσσω. πεπᾰλών, v. πάλλω, ἀμπεπαλών. πέπᾱμαι, v. Πάομαι. πέπανα· πλακούντια, Hsch. (leg. πόπανα).

German (Pape)

[Seite 559] u. πεπαίτατος, irr. comp. u. superl. zu πέπων, reifer, weicher, milder; μοῖρα, Aesch. Ag. 1338; vom Alter, νέᾳ, παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c; superl. πεπαίτατος, der reifste, Alexis bei Ath. XIV, 650.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαίτερος: καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ πέπων.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
ανώμαλος τ. συγκριτ. του πέπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση του πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)].

Greek Monotonic

πεπαίτερος: και -τατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του πέπων.